προδιαπορούμαι

προδιαπορούμαι
-έομαι, Α
βρίσκομαι σε αμφιβολία, αμφιταλαντεύομαι εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + διαποροῦμαι «βρίσκομαι σε κατάσταση αμφιβολίας, είμαι υπό συζήτηση»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προδιαπορία — ἡ, Α [προδιαποροῡμαι] συν. στον πληθ. αἱ προδιαπορίαι και δ. γρφ. προδιαπορήσεις προκαταρκτικές απορίες, εκ τών προτέρων αμφιβολίες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”